- ζερβόδεξος
- η , ο1) одинаково владеющий обеими руками; ловкий; 2) расположенный так, что может смотреть налево и направо
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζερβόδεξος — η, ο 1. αυτός που χρησιμοποιεί με την ίδια ευκολία και τα δύο χέρια 2. ο τοποθετημένος δεξιά κι αριστερά. επίρρ... ζερβόδεξα προς τα αριστερά και προς τα δεξιά … Dictionary of Greek
ζερβόδεξος — η, ο 1. αυτός που χρησιμοποιεί το αριστερό χέρι εξίσου καλά όπως και το δεξί. 2. ό,τι γίνεται ή βρίσκεται αριστερά και δεξιά. Επίρρ. ζερβόδεξα: Έσπρωχνε ζερβόδεξα τους συγκεντρωμένους για να περάσει ανάμεσά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)